που
γυμνό ματώνει στους κοφτερούς
βράχους
της νιότης μου,
σκοντάφτω
στην επόμενη κίνηση
φλερτάροντας
με τη μεθεπόμενη,
στις
φυλλωσιές της μοίρας μου
δαίμονες
πνίγουν τη θέληση σε στάσιμα νερά.
Σσς….οι
Σιληνοί της ήβης μου
Μαλώνουν
με τους τιτάνες των γηρατειών μου.
Μάνα,
με είδα χθες να βυζαίνω
Με
αίμα τα σπλάχνα μου,
Μαινάδες
ξεσκίζουν τα ρούχα μου
Με
νεβρίδες με ντύνουν και με οίνο
λούζουν
το μέσα μου.
Μα
το βήμα κόλλησε στη λάσπη
Και
να χορέψω εκστατικά στο παρών δεν μπορώ.
Σσς…σάτυροι
τριγύρω μεθοκοπούν
Κι
ο Παν ρουφάει τη ζωή μου.
Τρύγησα
τη λήθη και την πέταξα
στο
ληνό με ματωμένη ψυχή.
Πατώ
τα όνειρα να βγάλουν τους χυμούς τους,
να
μαζέψω ελπίδα γι αύριο
μα,
εύκολα άφησε στο κατόπι του ο Μορφέας
τ΄
αδέρφι του ν΄ αρπαχτεί στις Λάχεσις το
νήμα
σσς….σάτυροι,
μαινάδες, Σιληνοί
στραγγίζουν
το απόσταγμα των ονείρων μου.
Ρέοντα
ύδατα τα δάκρυά μου
κι
από μέσα τους υδάτινα πνεύματα
αναδύονται,
βροχή η ύπαρξή μου
σε
χέρια Υάδων , έτοιμη να εξατμιστεί
στο
σύμπαν κι εκεί στις νύχτας το συνονθύλευμα
αστέρι
να γίνω στο άπειρο του ερέβους.
Σσς…..
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Περιμένουμε τα σχόλιά σας