Γιορτές, οι περισσότερες από τις οποίες, έχουν τις ρίζες τους σε παγανιστικά έθιμα της αρχαιότητας. Ειδικότερα, όλες οι ανοιξιάτικες γιορτές, έχουν τις ρίζες τους σε Διονυσιακές αρχαιοελληνικές εορτές, κατά τις οποίες... οι συμμετέχοντες τραγουδούσαν τον «Διθύραμβο», φορούσαν δέρματα ζώων, άλειφαν το πρόσωπό τους με την τρυγία (κατακάθι του κρασιού) και στεφανώνονταν με κισσό, το αειθαλές ιερό φυτό του Διόνυσου.
Οι εορτές είχαν ως χαρακτηριστικό γνώρισμα τον άκρατο ενθουσιασμό, τις μεταμφιέσεις, την οινοποσία, τον χορό υπό των ήχο των κυμβάλων και τυμπάνων, θιάσους, πομπές, διθυράμβους και φαλλοφορίες. Τα Διονύσια χωρίζονταν στα «Μικρά» και στα «Μεγάλα» που τελούνταν σε διαφορετικές εποχές του χρόνου.
Δια μέσω των τελετουργικών χορών της έκστασης, και των χτυπημάτων της γης με τα πόδια, δρωμένων και μεταμφιέσεων, οι άνθρωποι αποσκοπούσαν στον εξευγενισμό των πνευμάτων, και την καρποφορία της γης, που τον χειμώνα βρισκόταν σε νάρκη, ενώ την Άνοιξη ανασταινόταν. 
Για τους αρχαίους λαούς ο κύκλος αυτός της αναγέννησης της φύσης, είχε σχέση και με τις ανθρώπινες ψυχές, και συμβολίζονταν με το φόρεμα της μάσκας. 
Το Ψυχοσάββατο στην διάρκεια της αποκριάς, έχει επίσης την ρίζα του, σε παγανιστικό έθιμο, όταν κατά την εποχή αυτή έπρεπε να εξευμενισθούν, οι νεκροί για να δώσουν καρπό στην γη. Οι αρχαίοι Αθηναίοι κατά την εορτή των Ανθεστηρίων, γιόρταζαν τόσο την βλάστηση της φύσης με διονυσιακούς, χορούς και κατανάλωση κρασιού, όσο και την γιορτή των νεκρών και των ψυχών.
Πιο συγκεκριμένα , η πρώτη μέρα των Ανθεστηρίων ονομαζόταν «πιθοίγια», διότι εκείνη την ημέρα άνοιγαν τα πιθάρια, για να δοκιμάσουν τα νέα κρασιά, ενώ ταυτόχρονα τιμούσαν τα παιδιά που γεννήθηκαν τον προηγούμενο χρόνο.
Η δεύτερη μέρα των Ανθεστηρίων λεγόταν «Χόες» , γίνονταν συμπόσια, τα «ασκώλια», όπου δίνονταν έπαθλο στον μεγαλύτερο πότη, ένα πήλινο πιθάρι κρασιού, που λεγόταν «χους»,, από το χους - χώμα, και τον στεφάνωναν με πράσινα φύλλα.
Την 2η μέρα γινόταν μια πομπή που συνόδευε τον Διόνυσο, ανεβασμένο σ' ένα άρμα που είχε σχήμα πλοίου, τα μέλη της ακολουθίας φορούσαν μάσκες, και λάμβανε χώρα ο «εξ αμαξών κώμος» , δηλαδή ανταλλαγές αστεϊσμών και πειραγμάτων μεταξύ συμμετεχόντων, οι οποίοι βρίσκονταν πάνω σε άμαξες και πείραζαν τους περαστικούς. Την ίδια μέρα , γινόταν και ο «Ιερός Γάμος» μεταξύ του Διονύσου και της συζύγου του Άρχοντος Βασιλέως στο «Βουκολείον» Ιερό.
Η σύζυγος του Άρχοντος Βασιλέως τελούσε στο «εν Λίμναις» Ιερό του Διονύσου, Θυσίες και τελετές. Το Ιερό άνοιγε μόνο μια φορά το χρόνο, τη νύκτα της 12ης Ανθεστηριώνος, για την τέλεση των εκεί γυναικείων Μυστηρίων, όπου απαγορευόταν η παρουσία ανδρών. Οι γυναίκες εξαγνίζονταν με αέρα, νερό και φωτιά και φορούσαν δέρματα ελαφιού ή πάνθηρα.Οι ιεροπραξίες άρχιζαν με θυσία χοίρου και τελεστής ήταν μία Ιεροφάντις μαζί με 14 Ιέρειες που ονομάζονταν «Γεραραί» (σεβάσμιες).
Οι Ιέρειες έδιναν και αυτές τον όρκο της αγαμίας των Ιερουργών και υπόσχονταν, πως θα τελούν προς τιμή του Διονύσου τα «Θεοίνια», τη γιορτή του Θεού Οίνου και τα «Ιοβάκχεια». Μπροστά στην Ιεροφάντιδα η σύζυγος του Άρχοντος Βασιλέως, πρόσφερε θυσία στο Διόνυσο για την ευημερία της πόλεως. Η Τρίτη μέρα των Ανθεστηρίων ήταν αφιερωμένη στους νεκρούς, και ονομάζονταν «Χύτροι», επειδή την ημέρα προσφέρονταν αγγεία με άνθη, μαγειρεμένα λαχανικά και πανσπερμία σιτηρών. Η πανσπερμία προσφέρονταν στους νεκρούς, που πίστευαν ότι τους επισκέπτονταν για να συμμετάσχουν στα γεύματα. Μέσω του Ψυχοπομπού Ερμού γινόταν η ανάκληση των νεκρών, και η αναπαράσταση τους γινόταν φορώντας μάσκες, και χορεύοντας έξαλλα.
Γίνονταν επίσης σπονδές ύδατος, που ονομάζονταν «Υδροφόρια» στο «Ολυμπείον» στο Ιερό της Γης, σε ανάμνηση του Κατακλυσμού του Δευκαλίωνος. Στο τέλος των ιεροπραξιών γινόταν η επάνοδος των Ψυχών στον Άδη με την φράση: «φευγάτε ψυχές των νεκρών, τα ανθεστήρια τελείωσαν». Τα δρώμενα των Ανθεστηρίων αναφερόταν στον θάνατο, ενώ τα δρώμενα «των κατ' αγρούς Διονυσίων», αναφέρονταν στην γονιμοποίηση και την ζωή.